- τρόπος
- ο, ΝΜΑ1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.)2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν έχει τρόπους» — δεν έχει καλή ανατροφήβ. «έχει καλούς τρόπους» — είναι ευγενικόςγ. «διάφοροι ὄντες τὸν τρόπον», Θουκ.δ. «κοὐκέτ' ἄν μ' εὕροις δικαστὴν δριμὺν... οὐδὲ τοὺς τρόπους γε δήπου σκληρόν», Αριστοφ.)4. φρ. α) «με κάθε τρόπο» και «παντί τρόπῳ» και «διὰ παντὸς τρόπου» και «κατὰ πάντα τρόπον» και «ἐκ παντὸς τρόπου» — με κάθε μέσο, οπωσδήποτε, εξάπαντοςβ) «τρόπον τίνα» — κατά κάποιον τρόπονεοελλ.1. περιουσία, υλικά μέσα, βίος («έχει καλά τον τρόπο του» — είναι εύπορος)2. επιτηδειότητα, επιδεξιότητα, ικανότητα («έχει τον τρόπο του αυτός να πείθει τους άλλους»)3. διακριτικότητα («να τήν πλησιάσεις με τρόπο και να τής τό πεις»)4. μουσ. καθεμιά από τις δύο γενικές διατάξεις τών διατονικών κλιμάκων στις οποίες η διάκριση γίνεται από τη συγκεκριμένη θέση τών ημιτονίων (α. «μείζων τρόπος» — ματζόρεβ. «ελάσσων τρόπος» — μινόρε)5. (λογ.) μορφή τού συλλογισμού ανάλογα με την ποιότητα και την ποσότητα των προτάσεων6. (φιλοσ.) ο καθορισμός ενός υποκειμένου, σε αντιδιαστολή προς το κατηγορούμενο7. (νομ.) πράξη ή παράλειψη που θέτει ο δωρητής εν ζωή ή ο κληρονομούμενος με διαθήκη εις βάρος τού δωρεοδόχου ή τού κληρονόμου ή τού κληροδόχου χωρίς δημιουργία αντίστοιχου απαιτητού δικαιώματος υπέρ άλλου προσώπου8. φρ. α) «με κανέναν τρόπο» — σε καμιά περίπτωσηβ) «με τρόπο»i) επιτήδεια, όπως αρμόζει ή με ήπιο ύφος (α. «πες του το με τρόπο» β. «έφυγε με τρόπο»)ii) κρυφά («πάρ' το με τρόπο για να μην σέ καταλάβουν»)γ) «βρίσκω τρόπο» — επινοώδ) «τρόπος τού λέγειν» — σχήμα λόγου, όχι κυριολεκτικά, μεταφορικάε) «τρόπος παραγωγής»(κοινων.) (κατά τη μαρξιστ. αντίληψη) ο ιστορικά καθορισμένος τρόπος κατά τον οποίο οι άνθρωποι παράγουν τα αναγκαία για την ύπαρξη και ανάπτυξη τής κοινωνίας υλικά αγαθά, τρόπος ο οποίος έχει ως βασικές συνιστώσες τις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής σε διαλεκτική ενότητα μεταξύ τουςστ) «τρόπος ζωής»(κοινων.) i) ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται κανείς και ζει τη ζωή τουii) το περιεχόμενο και οι ιστορικά καθορισμένες συγκεκριμένες μορφές ικανοποίησης τών υλικών και πνευματικών αναγκών τού ατόμου εκ μέρους τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων, σε συνάρτηση με το βιοτικό επίπεδο, τις παραδόσεις, τη νοοτροπία, τα ήθη και τα έθιμα μιας δεδομένης κοινωνίας9. παροιμ. «όπου είναι τρόπος είναι και τόπος» — δηλώνει ότι με την ευγενική του συμπεριφορά μπορεί κανείς να έχει πρόσβαση παντούνεοελλ.-μσν.(στην εκκλ. μουσ.) μελωδία, επεξηγηματικό κείμενο ή και τα δύο μαζί, που προστίθενται σε μια γρηγοριανή μελωδίανεοελλ.-αρχ.φρ. «σκεπτικοί [ή πυρρώνειοι] τρόποι [ή λόγοι ή τόποι και τύποι]»(φιλοσ.) διάφορες αποδεικτικές μέθοδοι σχετικές με τη δυνατότητα γνώσης και κατανόησης τών πραγμάτων, τής αντικειμενικής πραγματικότηταςαρχ.1. κατεύθυνση, διεύθυνση («διώρυχες παντοίους τρόπους ἔχουσαι», Ηρόδ.)2. (σχετικά με πρόσ.) βιοτική συνήθεια, έξη3. συλλογιστική μέθοδος4. στον πληθ. οἱ τρόποιτο σύνολο τών κλίσεων, τών φυσικών τάσεων ενός ατόμου («οὐκ αἰσχυνοῡμαι τοὺς φιλάνορας τρόπους λέξαι πρὸς ὑμᾱς», Αισχύλ.)5. φρ. (με επιρρμ. σημ.) α) «τῷ τρόπῳ;» καὶ «τίνι τρόπῳ;» και «ποίῳ τρόπῳ;» και «τίνα τρόπον;» — με ποιο τρόπο, πώς;β) «τρόπῳ τοιῷδε» και «τοιούτῳ τρόπῳ» και «τοῦτον τὸν τρόπον» και «τόνδε τὸν τρόπον» — με τέτοιο τρόπο, έτσι δαγ) «οὐδενί [ή μηδενὶ] τρόπῳ» — με κανέναν τρόπο, καθόλουδ) «έκουσίῳ τρόπω» — θεληματικάε) «τὸν αὐτὸν τρόπον» και «εἰς τὸν αὐτὸν τρόπον» — με τον ίδιο τρόπο, ομοίωςστ) «ἐξ ἑνός γε τοῡ τρόπου» — ακριβώς το ίδιοζ) «ἑνί γε τῷ τρόπῳ» — με τον έναν ή με τον άλλο τρόποη) «μετὰ ὁτουοῡν τρόπον» — με οποιονδήποτε τρόπο (Θουκ.)θ) «βάρβαρον τρόπον» — όπως συνηθίζουν οι βάρβαροι (Αισχύλ.)ι) «ὄρνιθος τρόπον» — σαν πουλί (Ηρόδ.)ια) «ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον» — με επαινετικό τρόπο (Πίνδ.)ιβ) «πρὸς τρόπον τινός» — σύμφωνα με τις διαθέσεις κάποιουιγ) «κατὰ τρόπον» και «πρὸς τρόπον»i) με τον κατάλληλο τρόπο, όπως αρμόζειii) όπως συνηθίζεται.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- τής ρίζας τού τρέπω (βλ. λ. τρέπω)].
Dictionary of Greek. 2013.